- εὔζωνον
- εὔζωνοςwell-girdledmasc/fem acc sgεὔζωνοςwell-girdledneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐύζωνον — εὔζωνος well girdled masc/fem acc sg (epic) εὔζωνος well girdled neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύζωνος — και εύζωνας, ο (ΑΜ εὔζωνος, ον Α και επικ. τ. ἐύζωνος, ον) νεοελλ. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης που φέρει την εθνική στολή (φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια), τσολιάς μσν. αρχ. 1. (για γυναίκα) ζωσμένη ωραία, με λεπτή μέση, κομψή 2. ντυμένος ελαφρά,… … Dictionary of Greek
σίδριμνον — Α (κατά τον Ησύχ.) «εὔζωνον» … Dictionary of Greek